αναμεταδίδομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αναμεταδίδομαι • (anametadídomai) passive (past αναμεταδόθηκα, active αναμεταδίδω)
- passive of αναμεταδίδω (anametadído)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
αναμεταδίδομαι • (anametadídomai) passive (past αναμεταδόθηκα, active αναμεταδίδω)
This verb needs an inflection-table template.