Jump to content

αναμερίζομαι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Verb

[edit]

αναμερίζομαι (anamerízomai) passive (past αναμερίστηκα, active αναμερίζω)

  1. passive of αναμερίζω (anamerízo)

Conjugation

[edit]
see this verb's full conjugation at: αναμερίζω (anamerízo)