αναλογίζομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]ανα- (“re-”) + λογίζομαι (“think, consider”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αναλογίζομαι • (analogízomai) deponent (past αναλογίστηκα)
Conjugation
[edit]αναλογίζομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | αναλογίζομαι | αναλογιστώ, αναλογισθώ |
2 sg | αναλογίζεσαι | αναλογιστείς, αναλογισθείς |
3 sg | αναλογίζεται | αναλογιστεί, αναλογισθεί |
1 pl | αναλογιζόμαστε | αναλογιστούμε, αναλογισθούμε |
2 pl | αναλογίζεστε, αναλογιζόσαστε | αναλογιστείτε, αναλογισθείτε |
3 pl | αναλογίζονται | αναλογιστούν(ε), αναλογισθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | αναλογιζόμουν(α) | αναλογίστηκα, αναλογίσθηκα |
2 sg | αναλογιζόσουν(α) | αναλογίστηκες, αναλογίσθηκες |
3 sg | αναλογιζόταν(ε) | αναλογίστηκε, αναλογίσθηκε |
1 pl | αναλογιζόμασταν, (‑όμαστε) | αναλογιστήκαμε, αναλογισθήκαμε |
2 pl | αναλογιζόσασταν, (‑όσαστε) | αναλογιστήκατε, αναλογισθήκατε |
3 pl | αναλογίζονταν, (αναλογιζόντουσαν) | αναλογίστηκαν, αναλογιστήκαν(ε), αναλογίσθηκαν, αναλογισθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα αναλογίζομαι ➤ | θα αναλογιστώ / αναλογισθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναλογίζεσαι, … | θα αναλογιστείς / αναλογισθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναλογιστεί / αναλογισθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναλογιστεί / αναλογισθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναλογιστεί / αναλογισθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | αναλογίσου |
2 pl | αναλογίζεστε | αναλογιστείτε, αναλογισθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | — | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | αναλογιστεί, αναλογισθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• Forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |