αναθερμαίνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αναθερμαίνομαι • (anathermaínomai) passive (past αναθερμάνθηκα, active αναθερμαίνω)
- passive of αναθερμαίνω (anathermaíno)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
αναθερμαίνομαι • (anathermaínomai) passive (past αναθερμάνθηκα, active αναθερμαίνω)
This verb needs an inflection-table template.