Jump to content

αναδιοργανώτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναδιοργανώτης (anadiorganótism

  1. reorganiser (UK), reorganizer (US)

Declension

[edit]
Declension of αναδιοργανώτης
singular plural
nominative αναδιοργανώτης (anadiorganótis) αναδιοργανώτες (anadiorganótes)
genitive αναδιοργανώτη (anadiorganóti) αναδιοργανωτών (anadiorganotón)
accusative αναδιοργανώτη (anadiorganóti) αναδιοργανώτες (anadiorganótes)
vocative αναδιοργανώτη (anadiorganóti) αναδιοργανώτες (anadiorganótes)
[edit]