αναδιορίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αναδιορίζομαι • (anadiorízomai) passive (past αναδιορίστηκα, active αναδιορίζω)
- passive of αναδιορίζω (anadiorízo)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
αναδιορίζομαι • (anadiorízomai) passive (past αναδιορίστηκα, active αναδιορίζω)
This verb needs an inflection-table template.