αναδιαρθρώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αναδιαρθρώνομαι • (anadiarthrónomai) passive (past αναδιαρθρώθηκα, active αναδιαρθρώνω)
- passive of αναδιαρθρώνω (anadiarthróno)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.