αναδημοσιεύομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αναδημοσιεύομαι • (anadimosiévomai) passive (past αναδημοσιεύτηκα/αναδημοσιεύθηκα, active αναδημοσιεύω)
- passive of αναδημοσιεύω (anadimosiévo)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.