Jump to content

αναδημιουργός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναδημιουργός (anadimiourgósm (plural αναδημιουργοί)

  1. recreator, regenerator

Declension

[edit]
Declension of αναδημιουργός
singular plural
nominative αναδημιουργός (anadimiourgós) αναδημιουργοί (anadimiourgoí)
genitive αναδημιουργού (anadimiourgoú) αναδημιουργών (anadimiourgón)
accusative αναδημιουργό (anadimiourgó) αναδημιουργούς (anadimiourgoús)
vocative αναδημιουργέ (anadimiourgé) αναδημιουργοί (anadimiourgoí)
[edit]