αναδείχνω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αναδείχνω • (anadeíchno) (past ανάδειξα/ανέδειξα, passive αναδείχνομαι)
- (colloquial) Alternative form of αναδεικνύω (anadeiknýo)
Conjugation
[edit]αναδείχνω αναδείχνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αναδείχνω | αναδείξω | αναδείχνομαι | αναδειχτώ3 |
2 sg | αναδείχνεις | αναδείξεις | αναδείχνεσαι | αναδειχτείς |
3 sg | αναδείχνει | αναδείξει | αναδείχνεται | αναδειχτεί |
1 pl | αναδείχνουμε, [‑ομε] | αναδείξουμε, [‑ομε] | αναδειχνόμαστε | αναδειχτούμε |
2 pl | αναδείχνετε | αναδείξετε | αναδείχνεστε, αναδειχνόσαστε | αναδειχτείτε |
3 pl | αναδείχνουν(ε) | αναδείξουν(ε) | αναδείχνονται | αναδειχτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανάδειχνα, ανέδειχνα | ανάδειξα, ανέδειξα | αναδειχνόμουν(α) | αναδείχτηκα3 |
2 sg | ανάδειχνες, ανέδειχνες | ανάδειξες, ανέδειξες | αναδειχνόσουν(α) | αναδείχτηκες |
3 sg | ανάδειχνε, ανέδειχνε | ανάδειξε, ανέδειξε | αναδειχνόταν(ε) | αναδείχτηκε |
1 pl | αναδείχναμε | αναδείξαμε | αναδειχνόμασταν, (‑όμαστε) | αναδειχτήκαμε |
2 pl | αναδείχνατε | αναδείξατε | αναδειχνόσασταν, (‑όσαστε) | αναδειχτήκατε |
3 pl | ανάδειχναν, αναδείχναν(ε), ανέδειχναν | ανάδειξαν, αναδείξαν(ε), ανέδειξαν | αναδείχνονταν, (αναδειχνόντουσαν) | αναδείχτηκαν, αναδειχτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αναδείχνω ➤ | θα αναδείξω ➤ | θα αναδείχνομαι ➤ | θα αναδειχτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναδείχνεις, … | θα αναδείξεις, … | θα αναδείχνεσαι, … | θα αναδειχτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναδείξει | έχω, έχεις, … αναδειχτεί είμαι, είσαι, … αναδειγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναδείξει | είχα, είχες, … αναδειχτεί ήμουν, ήσουν, … αναδειγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναδείξει | θα έχω, θα έχεις, … αναδειχτεί θα είμαι, θα είσαι, … αναδειγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανάδειχνε | ανάδειξε, ανάδειχ' 1 | — | αναδείξου |
2 pl | αναδείχνετε | αναδείξτε, αναδείχτε2 | αναδείχνεστε | αναδειχτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αναδείχνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναδείξει ➤ | (αναδειγμένος, ‑η, ‑o) ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναδείξει | αναδειχτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. ανάδειχ' το ("show it prominently!") 2. Colloquial. 3. For more formal forms with -χθ- see αναδεικνύω (anadeiknýo) • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||