αναγεννητής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναγεννητής • (anagennitís) m (plural αναγεννητές, feminine αναγεννήτρια)
Declension
[edit]Declension of αναγεννητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναγεννητής • | αναγεννητές • |
genitive | αναγεννητή • | αναγεννητών • |
accusative | αναγεννητή • | αναγεννητές • |
vocative | αναγεννητή • | αναγεννητές • |
Related terms
[edit]- see: αναγεννώ (anagennó, “to regenerate”)