Jump to content

αναβαπτισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναβαπτισμός (anavaptismósm (plural αναβαπτισμοί)

  1. rebaptism

Declension

[edit]
singular plural
nominative αναβαπτισμός (anavaptismós) αναβαπτισμοί (anavaptismoí)
genitive αναβαπτισμού (anavaptismoú) αναβαπτισμών (anavaptismón)
accusative αναβαπτισμό (anavaptismó) αναβαπτισμούς (anavaptismoús)
vocative αναβαπτισμέ (anavaptismé) αναβαπτισμοί (anavaptismoí)

Synonyms

[edit]
[edit]