αμφικτύονες
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αμφικτύονες • (amfiktýones) m pl
- Alternative form of αμφικτίονες (amfiktíones)
Declension
[edit] αμφικτύονες
case \ number | plural |
---|---|
nominative | αμφικτύονες • |
genitive | αμφικτυόνων • |
accusative | αμφικτύονες • |
vocative | αμφικτύονες • |