Jump to content

αμυγδαλεώνας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμυγδαλεώνας (amygdaleónasm (plural αμυγδαλεώνες)

  1. Alternative form of αμυγδαλιώνας (amygdaliónas)

Declension

[edit]
Declension of αμυγδαλεώνας
singular plural
nominative αμυγδαλεώνας (amygdaleónas) αμυγδαλεώνες (amygdaleónes)
genitive αμυγδαλεώνα (amygdaleóna) αμυγδαλεώνων (amygdaleónon)
accusative αμυγδαλεώνα (amygdaleóna) αμυγδαλεώνες (amygdaleónes)
vocative αμυγδαλεώνα (amygdaleóna) αμυγδαλεώνες (amygdaleónes)