Jump to content

αμπελοκαλλιεργητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμπελοκαλλιεργητής (ampelokalliergitísm (plural αμπελοκαλλιεργητές)

  1. (wine) vine grower, viticulturist

Declension

[edit]
singular plural
nominative αμπελοκαλλιεργητής (ampelokalliergitís) αμπελοκαλλιεργητές (ampelokalliergités)
genitive αμπελοκαλλιεργητή (ampelokalliergití) αμπελοκαλλιεργητών (ampelokalliergitón)
accusative αμπελοκαλλιεργητή (ampelokalliergití) αμπελοκαλλιεργητές (ampelokalliergités)
vocative αμπελοκαλλιεργητή (ampelokalliergití) αμπελοκαλλιεργητές (ampelokalliergités)
[edit]