From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.mniˈste.vo/
Hyphenation: α‧μνη‧στεύ‧ω
αμνηστεύω • (amnistévo ) (past αμνήστευσα , passive αμνηστεύομαι )
to grant amnesty , pardon
αμνηστεύω αμνηστεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αμνηστεύω
αμνηστεύσω
αμνηστεύομαι
αμνηστευτώ , αμνηστευθώ
2 sg
αμνηστεύεις
αμνηστεύσεις
αμνηστεύεσαι
αμνηστευτείς , αμνηστευθείς
3 sg
αμνηστεύει
αμνηστεύσει
αμνηστεύεται
αμνηστευτεί , αμνηστευθεί
1 pl
αμνηστεύουμε , [‑ομε ]
αμνηστεύσουμε , [‑ομε ]
αμνηστευόμαστε
αμνηστευτούμε , αμνηστευθούμε
2 pl
αμνηστεύετε
αμνηστεύσετε
αμνηστεύεστε , αμνηστευόσαστε
αμνηστευτείτε , αμνηστευθείτε
3 pl
αμνηστεύουν (ε )
αμνηστεύσουν (ε )
αμνηστεύονται
αμνηστευτούν (ε ), αμνηστευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αμνήστευα
αμνήστευσα
αμνηστευόμουν (α )
αμνηστεύτηκα , αμνηστεύθηκα
2 sg
αμνήστευες
αμνήστευσες
αμνηστευόσουν (α )
αμνηστεύτηκες , αμνηστεύθηκες
3 sg
αμνήστευε
αμνήστευσε
αμνηστευόταν (ε )
αμνηστεύτηκε , αμνηστεύθηκε
1 pl
αμνηστεύαμε
αμνηστεύσαμε
αμνηστευόμασταν , (‑όμαστε )
αμνηστευτήκαμε , αμνηστευθήκαμε
2 pl
αμνηστεύατε
αμνηστεύσατε
αμνηστευόσασταν , (‑όσαστε )
αμνηστευτήκατε , αμνηστευθήκατε
3 pl
αμνήστευαν , αμνηστεύαν (ε )
αμνήστευσαν , αμνηστεύσαν (ε )
αμνηστεύονταν , (αμνηστευόντουσαν )
αμνηστεύτηκαν , αμνηστευτήκαν (ε ), αμνηστεύθηκαν , αμνηστευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αμνηστεύω ➤
θα αμνηστεύσω ➤
θα αμνηστεύομαι ➤
θα αμνηστευτώ / αμνηστευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αμνηστεύεις , …
θα αμνηστεύσεις , …
θα αμνηστεύεσαι , …
θα αμνηστευτείς / αμνηστευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αμνηστεύσει έχω, έχεις, … αμνηστευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αμνηστευτεί / αμνηστευθεί είμαι , είσαι , … αμνηστευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αμνηστεύσει είχα, είχες, … αμνηστευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αμνηστευτεί / αμνηστευθεί ήμουν , ήσουν , … αμνηστευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αμνηστεύσει θα έχω, θα έχεις, … αμνηστευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αμνηστευτεί / αμνηστευθεί θα είμαι, θα είσαι, … αμνηστευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αμνήστευε
αμνήστευσε
—
αμνηστεύσου
2 pl
αμνηστεύετε
αμνηστεύστε
αμνηστεύεστε
αμνηστευτείτε , αμνηστευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αμνηστεύοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αμνηστεύσει ➤
αμνηστευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αμνηστεύσει
αμνηστευτεί , αμνηστευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ- . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
αμνηστία f ( amnistía , “ amnesty, pardoning ” )
ξεμηστεύω ( xemistévo ) , ξεμηστεύγω ( xemistévgo , “ to pardon, save, redeem ” )
and see: μνήμη f ( mními , “ remembrance, memory ” )