αμερικανικού
Appearance
See also: αμερικάνικου
Greek
[edit]Adjective
[edit]αμερικανικού • (amerikanikoú)
- genitive masculine singular of αμερικανικός (amerikanikós)
- genitive neuter singular of αμερικανικός (amerikanikós)
αμερικανικού • (amerikanikoú)