Jump to content

αμακατζής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμακατζής (amakatzísm (plural αμακατζήδες)

  1. scrounger, cadger

Declension

[edit]
Declension of αμακατζής
singular plural
nominative αμακατζής (amakatzís) αμακατζήδες (amakatzídes)
genitive αμακατζή (amakatzí) αμακατζήδων (amakatzídon)
accusative αμακατζή (amakatzí) αμακατζήδες (amakatzídes)
vocative αμακατζή (amakatzí) αμακατζήδες (amakatzídes)

Synonyms

[edit]
[edit]