Jump to content

αλφαμίτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλφαμίτης (alfamítism (plural αλφαμίτες)

  1. (military) military policeman, redcap (UK slang)

Declension

[edit]
Declension of αλφαμίτης
singular plural
nominative αλφαμίτης (alfamítis) αλφαμίτες (alfamítes)
genitive αλφαμίτη (alfamíti) αλφαμιτών (alfamitón)
accusative αλφαμίτη (alfamíti) αλφαμίτες (alfamítes)
vocative αλφαμίτη (alfamíti) αλφαμίτες (alfamítes)