αλτρουϊσμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αλτρουϊσμός • (altrouïsmós) m (uncountable)
- Alternative spelling of αλτρουισμός (altrouismós)
Declension
[edit] αλτρουϊσμός
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αλτρουϊσμός • |
genitive | αλτρουϊσμού • |
accusative | αλτρουϊσμό • |
vocative | αλτρουϊσμέ • |