αλλοτριώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αλλοτριώνομαι • (allotriónomai) passive (past αλλοτριώθηκα, active αλλοτριώνω)
- passive of αλλοτριώνω (allotrióno)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
αλλοτριώνομαι • (allotriónomai) passive (past αλλοτριώθηκα, active αλλοτριώνω)
This verb needs an inflection-table template.