αλλιγάτορας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αλλιγάτορας • (alligátoras) m (plural αλλιγάτορες)
- Alternative form of αλιγάτορας (aligátoras)
Declension
[edit]Declension of αλλιγάτορας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλιγάτορας • | αλλιγάτορες • |
genitive | αλλιγάτορα • | αλλιγατόρων • |
accusative | αλλιγάτορα • | αλλιγάτορες • |
vocative | αλλιγάτορα • | αλλιγάτορες • |