Jump to content

αλλιγάτορας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλλιγάτορας (alligátorasm (plural αλλιγάτορες)

  1. Alternative form of αλιγάτορας (aligátoras)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλλιγάτορας (alligátoras) αλλιγάτορες (alligátores)
genitive αλλιγάτορα (alligátora) αλλιγατόρων (alligatóron)
accusative αλλιγάτορα (alligátora) αλλιγάτορες (alligátores)
vocative αλλιγάτορα (alligátora) αλλιγάτορες (alligátores)