αλλιγάτορας
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αλλιγάτορας • (alligátoras) m (plural αλλιγάτορες)
- Alternative form of αλιγάτορας (aligátoras)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλιγάτορας (alligátoras) | αλλιγάτορες (alligátores) |
genitive | αλλιγάτορα (alligátora) | αλλιγατόρων (alligatóron) |
accusative | αλλιγάτορα (alligátora) | αλλιγάτορες (alligátores) |
vocative | αλλιγάτορα (alligátora) | αλλιγάτορες (alligátores) |