αλληλοσυμπληρώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αλληλοσυμπληρώνομαι • (allilosymplirónomai) deponent (past αλληλοσυμπληρώθηκα)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
αλληλοσυμπληρώνομαι • (allilosymplirónomai) deponent (past αλληλοσυμπληρώθηκα)
This verb needs an inflection-table template.