αλληλοσπαραγμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αλληλοσπαραγμός • (allilosparagmós) m (uncountable)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | αλληλοσπαραγμός (allilosparagmós) |
genitive | αλληλοσπαραγμού (allilosparagmoú) |
accusative | αλληλοσπαραγμό (allilosparagmó) |
vocative | αλληλοσπαραγμέ (allilosparagmé) |
Synonyms
[edit]- (fighting one another): αλληλοφάγωμα n (allilofágoma)
Related terms
[edit]- αλληλοσπαράζομαι (allilosparázomai, “to fight each other”)
- σπαράζω (sparázo, “to tear to pieces”)