αλληλεπιδρούν
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αλληλεπιδρούν • (allilepidroún)
- third-person plural present of αλληλεπιδρώ (allilepidró)
- Alternative form: αλληλεπιδρούνε (allilepidroúne)
αλληλεπιδρούν • (allilepidroún)