αλητοτουρίστριες
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αλητοτουρίστριες • (alitotourístries) f
- Nominative, accusative and vocative plural form of αλητοτουρίστρια (alitotourístria).
αλητοτουρίστριες • (alitotourístries) f