Jump to content

αλητοτουρίστας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλητοτουρίστας (alitotourístasm (plural αλητοτουρίστες, feminine αλητοτουρίστρια)

  1. scruffy tourist with little money

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλητοτουρίστας (alitotourístas) αλητοτουρίστες (alitotourístes)
genitive αλητοτουρίστα (alitotourísta) αλητοτουριστών (alitotouristón)
accusative αλητοτουρίστα (alitotourísta) αλητοτουρίστες (alitotourístes)
vocative αλητοτουρίστα (alitotourísta) αλητοτουρίστες (alitotourístes)
[edit]

Further reading

[edit]