Jump to content

αληταράς

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αληταράς (alitarásm (plural αληταράδες, feminine αληταρού)

  1. hooligan, yob, yobbo (UK)
  2. bum, roughneck, loafer, punk (US)

Declension

[edit]
Declension of αληταράς
singular plural
nominative αληταράς (alitarás) αληταράδες (alitarádes)
genitive αληταρά (alitará) αληταράδων (alitarádon)
accusative αληταρά (alitará) αληταράδες (alitarádes)
vocative αληταρά (alitará) αληταράδες (alitarádes)

Synonyms

[edit]
[edit]