Jump to content

αλαλητός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλαλητός (alalitósm (plural αλαλητοί)

  1. Alternative form of αλαλητό (alalitó)

Declension

[edit]
Declension of αλαλητός
singular plural
nominative αλαλητός (alalitós) αλαλητοί (alalitoí)
genitive αλαλητού (alalitoú) αλαλητών (alalitón)
accusative αλαλητό (alalitó) αλαλητούς (alalitoús)
vocative αλαλητέ (alalité) αλαλητοί (alalitoí)