ακυριολεξίες
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ακυριολεξίες • (akyriolexíes) f
- nominative plural of ακυριολεξία (akyriolexía)
- accusative plural of ακυριολεξία (akyriolexía)
- vocative plural of ακυριολεξία (akyriolexía)
ακυριολεξίες • (akyriolexíes) f