Jump to content

ακτοφύλακας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ακτοφύλακας (aktofýlakasm (plural ακτοφύλακες)

  1. coast guard officer

Declension

[edit]
Declension of ακτοφύλακας
singular plural
nominative ακτοφύλακας (aktofýlakas) ακτοφύλακες (aktofýlakes)
genitive ακτοφύλακα (aktofýlaka) ακτοφυλάκων (aktofylákon)
accusative ακτοφύλακα (aktofýlaka) ακτοφύλακες (aktofýlakes)
vocative ακτοφύλακα (aktofýlaka) ακτοφύλακες (aktofýlakes)
[edit]