From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.kɾo.ti.ɾiˈa.zo/
Hyphenation: α‧κρω‧τη‧ρι‧ά‧ζω
ακρωτηριάζω • (akrotiriázo ) (past ακρωτηρίασα , passive ακρωτηριάζομαι )
to amputate ( to remove a body part )
to truncate
ακρωτηριάζω ακρωτηριάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ακρωτηριάζω
ακρωτηριάσω
ακρωτηριάζομαι
ακρωτηριαστώ
2 sg
ακρωτηριάζεις
ακρωτηριάσεις
ακρωτηριάζεσαι
ακρωτηριαστείς
3 sg
ακρωτηριάζει
ακρωτηριάσει
ακρωτηριάζεται
ακρωτηριαστεί
1 pl
ακρωτηριάζουμε , [‑ομε ]
ακρωτηριάσουμε , [‑ομε ]
ακρωτηριαζόμαστε
ακρωτηριαστούμε
2 pl
ακρωτηριάζετε
ακρωτηριάσετε
ακρωτηριάζεστε , ακρωτηριαζόσαστε
ακρωτηριαστείτε
3 pl
ακρωτηριάζουν (ε )
ακρωτηριάσουν (ε )
ακρωτηριάζονται
ακρωτηριαστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ακρωτηρίαζα
ακρωτηρίασα
ακρωτηριαζόμουν (α )
ακρωτηριάστηκα
2 sg
ακρωτηρίαζες
ακρωτηρίασες
ακρωτηριαζόσουν (α )
ακρωτηριάστηκες
3 sg
ακρωτηρίαζε
ακρωτηρίασε
ακρωτηριαζόταν (ε )
ακρωτηριάστηκε
1 pl
ακρωτηριάζαμε
ακρωτηριάσαμε
ακρωτηριαζόμασταν , (‑όμαστε )
ακρωτηριαστήκαμε
2 pl
ακρωτηριάζατε
ακρωτηριάσατε
ακρωτηριαζόσασταν , (‑όσαστε )
ακρωτηριαστήκατε
3 pl
ακρωτηρίαζαν , ακρωτηριάζαν (ε )
ακρωτηρίασαν , ακρωτηριάσαν (ε )
ακρωτηριάζονταν , (ακρωτηριαζόντουσαν )
ακρωτηριάστηκαν , ακρωτηριαστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ακρωτηριάζω ➤
θα ακρωτηριάσω ➤
θα ακρωτηριάζομαι ➤
θα ακρωτηριαστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ακρωτηριάζεις , …
θα ακρωτηριάσεις , …
θα ακρωτηριάζεσαι , …
θα ακρωτηριαστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ακρωτηριάσει έχω, έχεις, … ακρωτηριασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ακρωτηριαστεί είμαι , είσαι , … ακρωτηριασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ακρωτηριάσει είχα, είχες, … ακρωτηριασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ακρωτηριαστεί ήμουν , ήσουν , … ακρωτηριασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ακρωτηριάσει θα έχω, θα έχεις, … ακρωτηριασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ακρωτηριαστεί θα είμαι, θα είσαι, … ακρωτηριασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ακρωτηρίαζε
ακρωτηρίασε
—
ακρωτηριάσου
2 pl
ακρωτηριάζετε
ακρωτηριάστε
ακρωτηριάζεστε
ακρωτηριαστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ακρωτηριάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ακρωτηριάσει ➤
ακρωτηριασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ακρωτηριάσει
ακρωτηριαστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.