ακροβολισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ακροβολισμός • (akrovolismós) m (plural ακροβολισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακροβολισμός (akrovolismós) | ακροβολισμοί (akrovolismoí) |
genitive | ακροβολισμού (akrovolismoú) | ακροβολισμών (akrovolismón) |
accusative | ακροβολισμό (akrovolismó) | ακροβολισμούς (akrovolismoús) |
vocative | ακροβολισμέ (akrovolismé) | ακροβολισμοί (akrovolismoí) |
Related terms
[edit]- ακροβολιστής m (akrovolistís, “skirmisher”)
- ακροβολίζομαι (akrovolízomai, “to skirmish”)
- ακροβολιστί n (akrovolistí, “in skirmishing fashion”) (literary)