ακοομέτρης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ακοομέτρης • (akoométris) m (plural ακοομέτρες)
Declension
[edit]Declension of ακοομέτρης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακοομέτρης • | ακοομέτρες • |
genitive | ακοομέτρη • | ακοομετρών • |
accusative | ακοομέτρη • | ακοομέτρες • |
vocative | ακοομέτρη • | ακοομέτρες • |
Related terms
[edit]- see: ακοόμετρο n (akoómetro, “audiometer”)