From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.konˈdi.zo/
Hyphenation: α‧κο‧ντί‧ζω
ακοντίζω • (akontízo ) (past ακόντισα , passive —)[ 1] or with passive ακοντίζομαι [ 2]
( formal ) to throw , dart , hurl
Synonym: εξακοντίζω ( exakontízo )
ακοντίζω ακοντίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ακοντίζω
ακοντίσω
ακοντίζομαι
ακοντιστώ , ακοντισθώ
2 sg
ακοντίζεις
ακοντίσεις
ακοντίζεσαι
ακοντιστείς , ακοντισθείς
3 sg
ακοντίζει
ακοντίσει
ακοντίζεται
ακοντιστεί , ακοντισθεί
1 pl
ακοντίζουμε , [‑ομε ]
ακοντίσουμε , [‑ομε ]
ακοντιζόμαστε
ακοντιστούμε , ακοντισθούμε
2 pl
ακοντίζετε
ακοντίσετε
ακοντίζεστε , ακοντιζόσαστε
ακοντιστείτε , ακοντισθείτε
3 pl
ακοντίζουν (ε )
ακοντίσουν (ε )
ακοντίζονται
ακοντιστούν (ε ), ακοντισθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ακόντιζα
ακόντισα
ακοντιζόμουν (α )
ακοντίστηκα , ακοντίσθηκα
2 sg
ακόντιζες
ακόντισες
ακοντιζόσουν (α )
ακοντίστηκες , ακοντίσθηκες
3 sg
ακόντιζε
ακόντισε
ακοντιζόταν (ε )
ακοντίστηκε , ακοντίσθηκε
1 pl
ακοντίζαμε
ακοντίσαμε
ακοντιζόμασταν , (‑όμαστε )
ακοντιστήκαμε , ακοντισθήκαμε
2 pl
ακοντίζατε
ακοντίσατε
ακοντιζόσασταν , (‑όσαστε )
ακοντιστήκατε , ακοντισθήκατε
3 pl
ακόντιζαν , ακοντίζαν (ε )
ακόντισαν , ακοντίσαν (ε )
ακοντίζονταν , (ακοντιζόντουσαν )
ακοντίστηκαν , ακοντιστήκαν (ε ), ακοντίσθηκαν , ακοντισθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ακοντίζω ➤
θα ακοντίσω ➤
θα ακοντίζομαι ➤
θα ακοντιστώ / ακοντισθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ακοντίζεις , …
θα ακοντίσεις , …
θα ακοντίζεσαι , …
θα ακοντιστείς / ακοντισθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ακοντίσει έχω, έχεις, … ακοντισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ακοντιστεί / ακοντισθεί είμαι , είσαι , … ακοντισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ακοντίσει είχα, είχες, … ακοντισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ακοντιστεί / ακοντισθεί ήμουν , ήσουν , … ακοντισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ακοντίσει θα έχω, θα έχεις, … ακοντισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ακοντιστεί / ακοντισθεί θα είμαι, θα είσαι, … ακοντισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ακόντιζε
ακόντισε
—
ακοντίσου
2 pl
ακοντίζετε
ακοντίστε
ακοντίζεστε
ακοντιστείτε , ακοντισθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ακοντίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ακοντίσει ➤
ακοντισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ακοντίσει
ακοντιστεί , ακοντισθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: ακόντιο n ( akóntio , “ javelin, spear ” )