αισθηματολογία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αισθηματολογία • (aisthimatología) m (uncountable)
Declension
[edit] αισθηματολογία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αισθηματολογία • |
genitive | αισθηματολογίας • |
accusative | αισθηματολογία • |
vocative | αισθηματολογία • |
Synonyms
[edit]- αισθηματισμός m (aisthimatismós)
Related terms
[edit]- see: αισθάνομαι (aisthánomai, “to feel, to sense”)