αιρεσιάρχης
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αιρεσιάρχης • (airesiárchis) m (plural αιρεσιάρχες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιρεσιάρχης (airesiárchis) | αιρεσιάρχες (airesiárches) |
genitive | αιρεσιάρχη (airesiárchi) | αιρεσιαρχών (airesiarchón) |
accusative | αιρεσιάρχη (airesiárchi) | αιρεσιάρχες (airesiárches) |
vocative | αιρεσιάρχη (airesiárchi) | αιρεσιάρχες (airesiárches) |
Related terms
[edit]- see: αίρεση f (aíresi, “heresy”)