Jump to content

αιρεσιάρχης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αιρεσιάρχης (airesiárchism (plural αιρεσιάρχες)

  1. (religion) heresiarch

Declension

[edit]
Declension of αιρεσιάρχης
singular plural
nominative αιρεσιάρχης (airesiárchis) αιρεσιάρχες (airesiárches)
genitive αιρεσιάρχη (airesiárchi) αιρεσιαρχών (airesiarchón)
accusative αιρεσιάρχη (airesiárchi) αιρεσιάρχες (airesiárches)
vocative αιρεσιάρχη (airesiárchi) αιρεσιάρχες (airesiárches)
[edit]