αιμοφιλικούς
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αιμοφιλικούς • (aimofilikoús)
- accusative masculine plural of αιμοφιλικός (aimofilikós)
Noun
[edit]αιμοφιλικούς • (aimofilikoús) m
- accusative plural of αιμοφιλικός (aimofilikós)
αιμοφιλικούς • (aimofilikoús)
αιμοφιλικούς • (aimofilikoús) m