Jump to content

αιδοιολείκτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αιδοιολείκτης (aidoioleíktism (plural αιδοιολείκτες)

  1. cunnilinguist

Declension

[edit]
Declension of αιδοιολείκτης
singular plural
nominative αιδοιολείκτης (aidoioleíktis) αιδοιολείκτες (aidoioleíktes)
genitive αιδοιολείκτη (aidoioleíkti) αιδοιολεικτών (aidoioleiktón)
accusative αιδοιολείκτη (aidoioleíkti) αιδοιολείκτες (aidoioleíktes)
vocative αιδοιολείκτη (aidoioleíkti) αιδοιολείκτες (aidoioleíktes)
[edit]