αεροστρόβιλος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αεροστρόβιλος • (aerostróvilos) m (plural αεροστρόβιλοι)
- Alternative form of αεριοστρόβιλος (aeriostróvilos)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροστρόβιλος (aerostróvilos) | αεροστρόβιλοι (aerostróviloi) |
genitive | αεροστρόβιλου (aerostróvilou) αεροστροβίλου (aerostrovílou) |
αεροστρόβιλων (aerostróvilon) αεροστροβίλων (aerostrovílon) |
accusative | αεροστρόβιλο (aerostróvilo) | αεροστρόβιλους (aerostróvilous) αεροστροβίλους (aerostrovílous) |
vocative | αεροστρόβιλε (aerostróvile) | αεροστρόβιλοι (aerostróviloi) |
Second forms are formal.