Jump to content

αεροπλανοφόρα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αεροπλανοφόρα (aeroplanofóran

  1. nominative plural of αεροπλανοφόρο (aeroplanofóro)
  2. accusative plural of αεροπλανοφόρο (aeroplanofóro)
  3. vocative plural of αεροπλανοφόρο (aeroplanofóro)