Jump to content

αερομοντελισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αερομοντελισμός (aeromontelismósm (plural αερομοντελισμοί)

  1. aeromodelling

Declension

[edit]
Declension of αερομοντελισμός
singular plural
nominative αερομοντελισμός (aeromontelismós) αερομοντελισμοί (aeromontelismoí)
genitive αερομοντελισμού (aeromontelismoú) αερομοντελισμών (aeromontelismón)
accusative αερομοντελισμό (aeromontelismó) αερομοντελισμούς (aeromontelismoús)
vocative αερομοντελισμέ (aeromontelismé) αερομοντελισμοί (aeromontelismoí)
[edit]
see: αερομοντέλο n (aeromontélo, model aircraft)