αερομοντελισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αερομοντελισμός • (aeromontelismós) m (plural αερομοντελισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αερομοντελισμός (aeromontelismós) | αερομοντελισμοί (aeromontelismoí) |
genitive | αερομοντελισμού (aeromontelismoú) | αερομοντελισμών (aeromontelismón) |
accusative | αερομοντελισμό (aeromontelismó) | αερομοντελισμούς (aeromontelismoús) |
vocative | αερομοντελισμέ (aeromontelismé) | αερομοντελισμοί (aeromontelismoí) |
Related terms
[edit]- see: αερομοντέλο n (aeromontélo, “model aircraft”)