αεροελεγκτής
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αεροελεγκτής • (aeroelegktís) m (plural αεροελεγκτές, feminine αεροελέγκτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροελεγκτής (aeroelegktís) | αεροελεγκτές (aeroelegktés) |
genitive | αεροελεγκτή (aeroelegktí) | αεροελεγκτών (aeroelegktón) |
accusative | αεροελεγκτή (aeroelegktí) | αεροελεγκτές (aeroelegktés) |
vocative | αεροελεγκτή (aeroelegktí) | αεροελεγκτές (aeroelegktés) |
Synonyms
[edit]- ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας m or f (elegktís enaérias kykloforías)
Related terms
[edit]- see: αεροδρόμιο n (aerodrómio, “airport”)