Jump to content

αεροβάτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αερο (aero, air) +‎ -βάτης (-vátis, walker)

Noun

[edit]

αεροβάτης (aerovátism (plural αεροβάτες)

  1. daydreamer, fantasist
  2. visionary

Declension

[edit]
Declension of αεροβάτης
singular plural
nominative αεροβάτης (aerovátis) αεροβάτες (aerovátes)
genitive αεροβάτη (aerováti) αεροβατών (aerovatón)
accusative αεροβάτη (aerováti) αεροβάτες (aerovátes)
vocative αεροβάτη (aerováti) αεροβάτες (aerovátes)
[edit]