αερισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αερισμός • (aerismós) m (plural αερισμοί)
- ventilation, airing, aeration
- ventilation (mechanical)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αερισμός (aerismós) | αερισμοί (aerismoí) |
genitive | αερισμού (aerismoú) | αερισμών (aerismón) |
accusative | αερισμό (aerismó) | αερισμούς (aerismoús) |
vocative | αερισμέ (aerismé) | αερισμοί (aerismoí) |
Synonyms
[edit]- αέρισμα n (aérisma)
Derived terms
[edit]- τεχνητός αερισμός m (technitós aerismós, “air conditioning”)
Related terms
[edit]- αεριστήρας m (aeristíras, “fan, ventilator”)
- and see: αερο- (aero-)