αδικαιολογήτως
Appearance
Greek
[edit]Adverb
[edit]αδικαιολογήτως • (adikaiologítos)
Synonyms
[edit]- αδικαιολόγητα (adikaiológita)
Related terms
[edit]- αδικαιολόγητος (adikaiológitos, “unjustifiable, inexcusable”)
αδικαιολογήτως • (adikaiologítos)