αδελφοποιτός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αδερφοποιτός m (aderfopoitós)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αδελφοποιτός • (adelfopoitós) m (plural αδελφοποιτοί)
- (history, dated) blood brother or a close friend
- Synonyms: σταυραδερφός (stavraderfós), μπράτιμος (brátimos) (folksy)
Declension
[edit]Declension of αδελφοποιτός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδελφοποιτός • | αδελφοποιτοί • |
genitive | αδελφοποιτού • | αδελφοποιτών • |
accusative | αδελφοποιτό • | αδελφοποιτούς • |
vocative | αδελφοποιτέ • | αδελφοποιτοί • |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- αδελφοποιτός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language