Jump to content

αδαμαντωρύχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αδαμαντωρύχος (adamantorýchosm (plural αδαμαντωρύχοι)

  1. diamond miner

Declension

[edit]
Declension of αδαμαντωρύχος
singular plural
nominative αδαμαντωρύχος (adamantorýchos) αδαμαντωρύχοι (adamantorýchoi)
genitive αδαμαντωρύχου (adamantorýchou) αδαμαντωρύχων (adamantorýchon)
accusative αδαμαντωρύχο (adamantorýcho) αδαμαντωρύχους (adamantorýchous)
vocative αδαμαντωρύχε (adamantorýche) αδαμαντωρύχοι (adamantorýchoi)
[edit]