αδαμαντουργός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αδαμαντουργός • (adamantourgós) m (plural αδαμαντουργοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδαμαντουργός (adamantourgós) | αδαμαντουργοί (adamantourgoí) |
genitive | αδαμαντουργού (adamantourgoú) | αδαμαντουργών (adamantourgón) |
accusative | αδαμαντουργό (adamantourgó) | αδαμαντουργούς (adamantourgoús) |
vocative | αδαμαντουργέ (adamantourgé) | αδαμαντουργοί (adamantourgoí) |
Related terms
[edit]- αδαμαντοπώλης (adamantopólis, “diamond dealer, jeweller”)
- and see: αδαμάντινος (adamántinos, “made of diamond”, adjective)