Jump to content

αγροτοπατέρας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αγροτοπατέρας (agrotopatérasm (plural αγροτοπατέρες)

  1. (derogatory) carpetbagger (paternalistic political or union official who in public supports rural causes, but perhaps to further his own ends)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αγροτοπατέρας (agrotopatéras) αγροτοπατέρες (agrotopatéres)
αγροτοπατεράδες (agrotopaterádes)
genitive αγροτοπατέρα (agrotopatéra) αγροτοπατέρων (agrotopatéron)
αγροτοπατεράδων (agrotopaterádon)
accusative αγροτοπατέρα (agrotopatéra) αγροτοπατέρες (agrotopatéres)
αγροτοπατεράδες (agrotopaterádes)
vocative αγροτοπατέρα (agrotopatéra) αγροτοπατέρες (agrotopatéres)
αγροτοπατεράδες (agrotopaterádes)

Derived terms

[edit]